εὐπειθεῖς

εὐπειθεῖς
εὐπειθέω
to be disposed to obey
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
εὐπειθής
ready to obey
masc/fem acc pl
εὐπειθής
ready to obey
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεισίβροτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πείθει τους ανθρώπους, που τούς κάνει ευπειθείς, υπάκουους («πεισίβροτον βάκτρον» το σκήπτρο, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις (II), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + βροτός] …   Dictionary of Greek

  • στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”